Μήπως ένας κόσμος όπου τα άτομα με ειδικές ανάγκες προσφέρουν ενεργά θα ήταν πιο πλούσιος;

Μήπως ένας κόσμος όπου τα άτομα με ειδικές ανάγκες προσφέρουν ενεργά θα ήταν πιο πλούσιος;

Η προσφορά της αγάπης

Ως πτυχιούχος νηπιαγωγός το 2011 επέλεξα να προσφέρω ως εκπαιδευτικός στον τομέα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΕΑΕ), συνεχίζοντας την εκπαίδευσή μου στη Γαλλία.

Είχε προηγηθεί μία πρώτη επαφή με εφήβους με ειδικές ανάγκες και αναπηρία μιας και είχα διατελέσει εκπαιδεύτρια-συνοδός διαβίωσης στο ειδικό κατασκηνωτικό πρόγραμμα του Υπουργείου Υγείας. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος είχα την ευθύνη μίας ομάδας 4 εφήβων και νέων κοριτσιών με νοητική υστέρηση, κινητική αναπηρία, αυτισμό και δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής, για δύο εβδομάδες.Η κάθε κοπέλα είχε τη δική της προσωπικότητα, τα δικά της προβλήματα, τις δικές της ανάγκες και φιλοδοξίες! Πόσο περίεργο ήταν αυτό για τον εικοσάχρονο εαυτό μου. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες ήταν κάτι παραπάνω από το πρόβλημα που είχαν. Ήθελαν να σπουδάσουν, να γίνουν τραγουδίστριες και ηθοποιοί, να περπατήσουν στην πασαρέλα όπως η Αλεξάνδρα Αμπρόσιο. Ήθελαν να ερωτευθούν και να τις ερωτευθούν, να γίνουν μητέρες, να συγκατοικήσουν με το αγόρι τους. Και όμως όλα αυτά τους απαγορεύονταν, όχι λεκτικά διότι υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος του αισθήματος της ματαίωσης ή μιας κρίσης. Όχι, τους απαγορευόταν στον συγκαταβατικό τόνο που είχαμε όταν τους απαντούσαμε ότι θα μπορούσαν να γίνουν μοντέλα ή να διδάξουν σε σχολείο. Στον τρόπο που τους φερόμασταν περισσότερο σαν παιδιά και λιγότερο σαν ενήλικες.

Αυτή η πρώτη επαφή με τις ιδιαίτερες, ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες αυτών των ατόμων με προβλημάτισε τότε. Γιατί αρνούμασταν σε αυτά τα παιδιά ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν, δίχως να έχουν καν προσπαθήσει; Η επαφή μου στις τάξεις του νηπιαγωγείου με παιδιά διαγνωσμένα με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και υπερκινητικότητα(ΔΕΠ-Υ) και αυτισμό με ώθησε να επιλέξω να “δώσω” τον εκπαιδευτικό μου χρόνο στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Το γεγονός ότι η κατάρτιση πολλών εκπαιδευτικών σχετικά με τις ανάγκες και τον τρόπο διαχείρισης των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν αυτά τα παιδιά ήταν ελλιπής, με λυπούσε πολύ. Ακόμη και σε μικρή ηλικία, όπου ένα παιδί μπορούσε να εκπαιδευτεί, να «δουλευθεί» όπως λέγαμε, και να βελτιώσει την κατάσταση της διαταραχής ή της αναπηρίας η απάντηση των εκπαιδευτικών ήταν περισσότερο αρνητική. Μία ταμπέλα από την αρχή ότι «αυτό το παιδί» δε μπορεί όσα οι υπόλοιποι.

Παράλληλα όμως αυτό με πείσμωσε και με ώθησε να προσπαθήσω πιο σκληρά, να προσφέρω κάθε βοήθεια σε αυτά τα παιδιά και στις οικογένειές τους, που συχνά πασχίζουν για το καλύτερο σε ένα σύστημα εκπαίδευσης και στήριξης τουλάχιστον ατελές.

Το 2013 και μετά το πέρας των μεταπτυχιακών μου σπουδών διετέλεσα στη Γαλλία συνοδός παράλληλης οικογενειακής στήριξης σε ένα αγόρι 4 ετών με σπαστική μορφή εγκεφαλικής παράλυσης των κάτω άκρων. Η οικογένεια επέλεγε το άτομο που έκρινε καταλληλότερο για τις ανάγκες της με συγχρηματοδότηση από την περιφέρεια στην οποία ανήκε η περιοχή. Η εργασία μου επικεντρωνόταν στο να συνεχίζω την εκπαίδευση που λάμβανε το παιδί από το σχολείο στο σπίτι, να διαμορφώνω δραστηριότητες που θα ενίσχυαν και θα συμπλήρωναν το σχολικό πρόγραμμα και παράλληλα, να συμβουλεύω και να ενισχύω τους γονείς. Το εκπαιδευτικό σύστημα στη Γαλλία ήταν μία εντελώς διαφορετική εμπειρία. Ενήλικες με νοητική στέρηση διέμεναν μόνοι τους αυτόνομα. Είχαν δικό τους λογαριασμό στην τράπεζα και να έλεγχαν εκείνοι τα χρήματα που ξόδευαν. Παιδιά με αυτισμόφοιτούσαν κανονικά στο σχολείο μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους και οι γονείς τους γνώριζαν ότι κάποτε, εάν ήθελαν, θα σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο.

Η συγκεκριμένη εμπειρία, της αμέριστης εκπαιδευτικής, ψυχολογικής και συμβουλευτικής βοήθειας που λάμβανε η κάθε οικογένεια ατόμου με ειδικές ανάγκες με γέμισε ελπίδα ότι κάθε άτομο δικαιούται να λαμβάνει την καλύτερη δυνατή φροντίδα, εκπαίδευση και κυρίως κατανόηση!

Δυστυχώς, η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει για να μπορέσει να συγκριθεί με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές χώρες, ο στόχος όμως παραμένει ο ίδιος για όλους τους εκπαιδευτικούς στο χώρο της ειδικής αγωγής. Κύριο μέλημά μας είναι η εκπαιδευτική παρέμβαση, ανεξαρτήτως επιπέδου και διάγνωσης του κάθε παιδιού, ώστε να προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση, να ενισχύσουμε τις ήδη υπάρχουσες δυνατότητες και να δημιουργήσουμε καινούργιες. Κατά δεύτερον, οφείλουμε να στηρίξουμε και να συμβουλεύσουμε την ίδια την οικογένεια που καθημερινά δοκιμάζεται στο δύσκολο γονεϊκό της ρόλο. Και τέλος, καλούμαστε να ενισχύσουμε τις θετικές κοινωνικές επαφές αυτών των παιδιών ώστε να γίνουν γνήσια αποδεκτά από το περιβάλλον τους, να αποκτήσουν κοινωνική υπόσταση, να μπορέσουμε να μιλήσουμε στο μέλλον για αυτονομία εργασιακή και οικονομική, όπως θα μιλούσαμε για το μέλλον ενός οποιουδήποτε παιδιού.

Θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι σε αυτά τα παιδιά οφείλει να αναγνωριστεί όχι η ιδιαιτερότητά τους, αλλά η ξεχωριστή τους προσφορά! Κατά κάποιο τρόπο όλοι προσφέρουμε με τον τρόπο μας στον κόσμο στον οποίο ζούμε, άλλωστε αυτός είναι κατά τη γνώμη μου ο λόγος ύπαρξής μας. Πόσο πιο ζεστή και ανοιχτή, πόσο πιο γεμάτη είναι μία κοινωνία με αποδοχή, με φροντίδα, με αγάπη και όχι οίκτο για τα άτομα με ειδικές ανάγκες;

Μήπως και εκείνοι έχουν να προσφέρουν πολλά σε αυτή την κοινωνία εάν τους αφήσουμε; Μήπως θα είχαμε περισσότερους δασκάλους που να νιώθουν τα πραγματικά προβλήματα των ατόμων με ειδικές ανάγκες εάν μπορούσαν να σπουδάσουν για την πάθησή τους; Μήπως ένας κόσμος όπου τα άτομα με ειδικές ανάγκες προσφέρουν ενεργά θα ήταν πιο πλούσιος; Μήπως η δική τους προσφορά είναι η αγάπη στην καρδιά μας και η ελπίδα στη ψυχή μας ότι ακόμη και στα δύσκολα ξέρουμε πως να χαμογελάμε γνήσια και πλατιά;

Της Βασιλικής Τσανακαλιώτη
Νηπιαγωγός, MSc Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση
Τηλ: 699 703 0034, Πτολεμαΐδα

Ψυχολογία