Κύριε Δημόπουλε, ποια ήταν η αφορμή της συγγραφής της συγκεκριμένης σειράς βιβλίων με τον “Ήπιο Θερμοκήπιο” από τις εκδόσεις Ψυχογιός;
Το κλασικό κοινό μου ήταν πάντα παιδιά από νηπιαγωγείο ώς τρίτη δημοτικού. Πάντα, όμως, ήθελα να γράψω και για μεγαλύτερα παιδιά. Έτσι, μου δίνεται η ευχέρεια να χρησιμοποιήσω πιο περίπλοκη γλώσσα, να δημιουργήσω πιο ενδιαφέρουσα πλοκή, να πλάσω πιο σύνθετους χαρακτήρες και ν’ αναφερθώ σε ένα σωρό γεγονότα και στοιχεία που ένα μικρότερο παιδί θα έβρισκε πιθανόν δύσκολα ή ακατανόητα. Τα παιδιά λατρεύουν την περιπέτεια, όλοι το ξέρουν αυτό. Βλέπουμε με τι παιχνίδια παίζουν στο ίντερνετ, τι βιβλία διαβάζουν, τι ταινίες βλέπουν στον κινηματογράφο. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω κάτι πιο πολύπλοκο, να δημιουργήσω ήρωες και ιστορίες που θα συγκινούσαν τα μεγαλύτερα παιδιά. Όλα ξεκίνησαν όταν διαπίστωσα πως οι ήρωες των περισσότερων βιβλίων περιπέτειας για πιο μεγάλα παιδιά ήταν ξένοι: Ντετέκτιβ Κλουζ, Τζερόνιμο Στίλτον, Πένι Πέπερ, Ζακ Πάουερ και πάει λέγοντας. Δημιούργησα, λοιπόν, έναν Έλληνα ήρωα,με την ελπίδα να συγκινήσει τα Ελληνόπουλα και να τα φέρει πιο κοντά στην ιστορία και τη γεωγραφία του τόπου μας.
Κάπως έτσι γεννήθηκε ο Ήπιος Θερμοκήπιος. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, ξανα-γεννήθηκε. Βλέπετε, ο Καθηγητής Ήπιος Θερμοκήπιος υπήρχε από παλιά, και εμφανιζόταν στην εκπομπή που παρουσίαζα στην ΕΡΤ, το ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ. Όταν η εκπομπή σταμάτησε το 2013, ο Καθηγητής βγήκε στη σύνταξη και, μαζί με τους αγαπημένους του φίλους – καθηγητές επίσης- Λόγιο Λεξιλόγιο και Ίδιο Εγχειρίδιο, ίδρυσαν τη Λέσχη Συνταξιούχων Εξερευνητών. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Μια χρυσή μάσκα ενός βασιλιά, ένα χαμένο χειρόγραφο, μια Καρυάτιδα που κανείς δεν ήξερε την ύπαρξή της, το σπαθί του Μεγαλέξανδρου έδωσαν την αφορμή στον Θερμοκήπιο και τ’ αγαπημένα του εγγονάκια, την Αθηνά και τον Ορέστη, να γυρίσουν τον κόσμο. Από τις Μυκήνες και τη Ρόδο, ως την Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη, το Μάτσου Πίτσου, τη Βαλέτα, το Ασχαμπάντ και τη Σαμαρκάνδη…
Μιλήστε μας για το νέο βιβλίο της σειράς, «Το Σπαθί του Στρατηλάτη»…
Το «Σπαθί του Στρατηλάτη» αναφέρεται σ’ ένα σπαθί, μια μακεδονική κοπίδα, που ο Μεγαλέξανδρος κάρφωσε στο χώμα όταν κυρίευσε την αρχαία Κυρούπολη και στη θέση της θα έχτιζε την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη. Από εκεί και πέρα αρχίζει η περιπλάνηση. Ο Ήπιος Θερμοκήπιος, η Αθηνά και ο Ορέστης, αυτήν τη φορά παρέα με τον ΜακΝτούγκαλ, φτάνουν στο Τουρκμενιστάν, όπου έχουν μια αναπάντεχη συνάντηση πριν εντοπίσουν τον αρχαιολόγο Ραχίμ Αμπντουλραχμάνοφ κι από εκεί, διασχίζοντας την έρημο Καρακούμ, περνούν τα σύνορα προς το Ουζμπεκιστάν και φτάνουν στην ιστορική πόλη της Χίβας, αναζητώντας τον λαογράφο Ρουστάμ Σαρίποβιτς Χολικούλοφ. Και ενώ όλο και πλησιάζουν στη λύση του μυστηρίου, τα πράγματα περιπλέκονται. Ο ΜακΝτούγκαλ αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο και ο καθηγητής με τα εγγόνια του αναγκάζονται να περάσουν αβοήθητοι μια νύχτα στην έρημο Κιζίλ Κουμ, για να πέσουν τελικά στα χέρια Τάταρων νομάδων που τους μεταφέρουν στη Σαμαρκάνδη, κι από εκεί στον καταυλισμό τους…
Πάντα, στις Περιπέτειες του Ήπιου Θερμοκήπιου, η γραφή είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και ρεαλιστική. Ακριβώς επειδή κάθε βιβλίο στηρίζεται σε πραγματικά ιστορικά στοιχεία και διαδραματίζεται σε συγκεκριμένο χρόνο, η έρευνα που χρειαζεται είναι εξαντλητική. Όταν περιγράφω ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν περιγράφω τα σοκάκια της Χίβας ή την Πλατεία Ρεγκιστάν στη Σαμαρκάνδη, δίνω μεγάλη σημασία στη ρεαλιστική και αληθοφανή αφήγηση. Τα πάντα, από τις πτήσεις, τον τύπο αεροσκάφους, τα εστιατόρια, τα μνημεία, ως τα τοπικά φαγητά, τα ξενοδοχεία, τις ώρες ανατολής και δύσης του ήλιου, ακόμα και τις καιρικές συνθήκες της συγκεκριμένης ημέρας, είναι πέρα για πέρα αληθινά. Και, φυσικά, μέσα σ’ όλο αυτό το ρεαλιστικό περιβάλλον μπαίνει κι η μυθοπλασία. Έτσι, πραγματικότητα και φαντασία αναμειγνύονται συνεχώς και το αποτέλεσμα είναι μαγικό. Στο τέλος κάθε βιβλίου υπάρχει και ένα παράρτημα με χρήσιμες πληροφορίες που επιτρέπει στους αναγνώστες να πάρουν πιο αναλυτική πληροφόρηση για τα περιεχόμενα κάθε περιπέτειας ή, αν το αποφασίσουν, να ψάξουν όποιο θέμα τους ενδιαφέρει, σε μεγαλύτερο βάθος και έκταση, μόνοι τους πια. Ένα είναι βέβαιο: πως η συγγραφή κάθε περιπέτειας είναι για εμένα ένα συναρπαστικό ταξίδι που μου προσφέρει μεγάλη απόλαυση!
Τα ονόματα που επιλέγετε (Ήπιος Θερμοκήπιος, Λόγιος Λεξιλόγιος) μαρτυρούν την αγάπη που τρέφετε για την ελληνική γλώσσα. Από την επαφή σας με τα παιδιά, καθώς επισκεφθήκατε τα τελευταία χρόνια πολλά σχολεία, θεωρείτε ότι εκτιμούν την ελληνική γλώσσα;
Μ’ αρέσει να παίζω πολύ με τα ονόματα των ηρώων μου. Έτσι προέκυψαν κι οι τρεις καθηγητές, Θερμοκήπιος, Λεξιλόγιος και Εγχειρίδιος. Κι ακόμα, τα βράδια, στο κρεβάτι μου, σκαρφίζομαι ομοιοκαταληξίες που με οδηγούν σε διάφορες ιδέες. Έχουμε μια τόσο όμορφη γλώσσα, που θλίβομαι ιδιαίτερα όταν ακούω ή διαβάζω κακοποιημένα ελληνικά. Όσο για τα παιδιά, φοβάμαι πως μας τελειώνουν σιγά σιγά οι εμπνευσμένοι δάσκαλοι. Η κατάργηση των αρχαίων ελληνικών από τα σχολεία ήταν λάθος. Η εισβολή των greeklish στην καθημερινότητα των παιδιών με τα κινητά και τα αρκτικόλεξα των sms χειροτερεύει την κατάσταση. Μόνη μας ελπίδα το διάβασμα. Υπάρχουν αριστουργήματα στην ελληνική γραμματεία. Πολύ σπουδαίοι συγγραφείς, μάστορες της γλώσσας. Μακάρι τα παιδιά μας να διάβαζαν περισσότερο. Η γλώσσα μας είναι και η μοναδική μας ταυτότητα. Αν τη χάσουμε κι αυτή…
Πιστεύετε ότι τα παιδιά σήμερα αγαπούν το βιβλίο ή έχει χαθεί το στοίχημα λόγω του εθισμού τους στην τεχνολογία;
Τα παιδιά που γνωρίζουν το βιβλίο, ναι, το αγαπούν. Αλλά η υπόθεση «βιβλίο» είναι πονεμένη ιστορία.Οι πίνακες δείχνουν ότι στην Ελλάδα το ποσοστό των ανθρώπων που διαβάζουν πάνω από 10 βιβλία τον χρόνο είναι μόλις 7,8%, ενώ στην Ισλανδία 35,1%, το Λουξεμβούργο 24,4%και τη Γερμανία 22,1%. Διαβάζουμε λίγο, λοιπόν. Η τεχνολογία είναι τελευταία μόδα. Κάθε παιδί έχει πια ένα τάμπλετ, ένα κινητό. Δεν διαβάζει. Παίζει παιχνίδια, ακούει μουσική, στέλνει μηνύματα…
Δεν είμαι αντίθετος στην τεχνολογία, κάθε άλλο. Άλλωστε, αυτή είναι η σημερινή γλώσσα των παιδιών. Αν δεν ξέρουν να χειρίζονται έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, να σερφάρουν στο ίντερνετ, θεωρούνται αναλφάβητα. Όμως, στο βιβλίο βρίσκει κανείς μια διαφορετική μαγεία. Όπως ακριβώς ένας ζωγράφος πρέπει να ξέρει να ζωγραφίζει πολύ καλά ένα ρεαλιστικό πορτρέτο, πριν μας παρουσιάσει ένα αφηρημένο έργο, έτσι και τα παιδιά πιστεύω πως πρέπει πρώτα να ξέρουν πολύ καλά τη γλώσσα μας, να ξέρουν να διαβάζουν, να γράφουν, να εκφράζονται, να μιλούν δημόσια κι ύστερα ας καταπιαστούν με τους υπολογιστές, τα τάμπλετ και τα κινητά.
Πώς μπορούμε να τα στρέψουμε, κατά τη γνώμη σας, στη φιλαναγνωσία;
Δίνοντας το παράδειγμα. Πολλοί γονείς μού παραπονούνται πως το παιδί τους δεν διαβάζει. «Εσείς διαβάζετε;», τους ρωτώ. Και παίρνω συνήθως αρνητική απάντηση. Αν δεν διαβάζουμε εμείς, πώς περιμένουμε από τα παιδιά μας να αγαπήσουν το διάβασμα; Σε κάθε περίπτωση, ας προσπαθήσουμε να «χτίσουμε» μια -μικρή έστω- βιβλιοθήκη για το παιδί μας από νωρίς. Κι ύστερα, να επισκεπτόμαστε το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μας. Ας αφήσουμε το παιδί να περιπλανηθεί στα ράφια, να πάρει βιβλία στο χέρι του, να τα ξεφυλλίσει, να τα μυρίσει… Κι ας διαβάζουμε στο παιδί μας παραμύθια από πολύ νωρίς. Κι όταν μεγαλώσει, ας διαβάζουμε μαζί του, παρεούλα. Είναι πολύ σημαντικό να περνάμε χρόνο με το παιδί μας, να κάνουμε πράγματα μαζί…
Οι άφθονες πληροφορίες ιστορικού και γεωγραφικού ενδιαφέροντος στα βιβλία σας αναμφίβολα θα κεντρίσουν την προσοχή των νεαρών αναγνωστών. Τα Ελληνόπαιδα αλήθεια εκτιμούν το αρχαίο ελληνικό παρελθόν από το οποίο αντλούν υλικό αρκετοί Αμερικανοί συγγραφείς σε εφηβικά βιβλία;
Δεν είναι περίεργο που θέματα της δικής μας ιστορίας και μυθολογίας έχουν γίνει βιβλία από ξένους; Στις παρουσιάσεις που κάνω σ’ όλη την Ελλάδα, όταν ρωτώ τα παιδιά αν έχουν επισκεφτεί τις Μυκήνες, την Ακρόπολη, το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο, οι θετικές απαντήσεις είναι απελπιστικά λίγες. Σ’ έναν τόπο με τόση ιστορία, διάσπαρτο από μνημεία αρχαία, βυζαντινά, μεσαιωνικά, εμείς προτιμούμε να περάσουμε την Κυριακή μας στο ταβερνάκι. Δεν είμαι και σίγουρος πως η Ιστορία διδάσκεται στο σχολείο με τρόπο δελεαστικό, μάλλον το αντίθετο. Όλα, φοβούμαι, ξεκινούν από το εκπαιδευτικό σύστημα. Εκεί χρειάζονται τομές.
Το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, κατά την άποψή σας, ευνουχίζει τη φαντασία και την κριτική σκέψη των παιδιών;
Απολύτως! Εκεί είμαι πολύ αυστηρός. Έχοντας σπουδάσει για κάποια χρόνια στο εξωτερικό, είχα την ευκαιρία να γευτώ και άλλα εκπαιδευτικά συστήματα. Εκεί όπου τα παιδιά του δημοτικού μαθαίνουν, πέρα από τη διδακτέα ύλη, να μαγειρεύουν, να ράβουν, να συναλλάσσονται, μαθαίνουν, μ’ άλλα λόγια, και την τέχνη της ζωής. Βλέπω τις ζωγραφιές που μου στέλνουν τα παιδιά. Μέχρι 5-6 χρονών ζωγραφίζουν υπέροχα. Μόλις πάνε σχολείο, αρχίζουν να ζωγραφίζουν σπιτάκια με κόκκινα κεραμίδια, γατούλες με την ίδια φάτσα, δεντράκια με κίτρινους και κόκκινους καρπούς, όλα ίδια κι απαράλλαχτα. Μπαίνουν στο σύστημα, διαβρώνονται από πολύ μικρά. Δεν είναι τραγικό;
Εμείς οι γονείς κάνουμε κάπου λάθος σήμερα;
Όλοι κάνουμε λάθη. Εγώ δεν μπορώ να ρίξω όλες τις ευθύνες στους γονιούς. Είναι τρελαμένοι κι αυτοί. Αναγκάζονται να κάνουν δυο και τρεις δουλειές για να τα φέρουν βόλτα, δεν έχουν χρόνο (αχ, αυτός ο καταραμένος ο χρόνος!) και συχνά υποπίπτουν στο εύκολο λάθος να παρκάρουν τα παιδιά μπροστά στην τηλεόραση ή τον υπολογιστή, για να χαλαρώσουν οι ίδιοι. Ή παρέχουν στα παιδιά υλικά αγαθά σε αφθονία για να εξιλεωθούν για την απουσία τους. Αυτό που χρειάζεται είναι να περνάμε χρόνο με τα παιδιά. Κι αν είναι λίγος, τουλάχιστον ας φροντίσουμε να είναι ποιοτικός.
Τι διαφορετικό θα τολμούσατε σήμερα, αν κάνατε τηλεόραση;
Θα έφερνα στο στούντιο παππούδες και γιαγιάδες και θα τους έκανα τις ίδιες ερωτήσεις που κάνω στα παιδιά. «Ποιο είναι το αγαπημένο σας φαγητό;» «Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»!
Θα μας εκμυστηρευτείτε ένα απραγματοποίητο όνειρό σας;
Μ’ αρέσει να αφήνω απραγματοποίητα όνειρα! Αν τα είχα πραγματοποιήσει όλα, τότε ποιος ο λόγος να ζω…
Διαβάζετε λογοτεχνία; Αν ναι, ποιους συγγραφείς και ποια βιβλία ξεχωρίσατε το 2018;
Μανιωδώς. Και ελληνική και ξένη. Ξεκουράζομαι και διασκεδάζω διαβάζοντας Τζον ΛεΚαρρέ και Φρέντερικ Φoρσάιθ, αλλά μου άρεσαν ιδιαίτερα ο «Λαβύρινθος των Πνευμάτων» του Κάρλος ΡουίθΘαφόν, το «Ημερολόγιο του Χειμώνα» του Πολ Όστερ, η «Αντιζωή» του Φίλιπ Ροθ, οι «Αυτοσχεδιασμοί του Έρωτα» του Τζον Άπνταϊκ. Τώρα στο κομοδίνο μου εχω ένα κλασικό: «The Woman in White», του Γουίλκι Κόλινς.
Συνέντευξη στην Αλεξίου Βικτωρία