“Πότε θα έρθει η μαμά μου;”
Τον βλέπω από μακριά.
Τον έχω αγαπήσει έτσι και αλλιώς από την πρώτη στιγμή.
Έχει κλείσει τα 3. Κάτι μήνες πριν, μην φανταστείς.
Γλυκός, με ένα χαμόγελο που πιάνει όλο του το πρόσωπο και μάτια που λάμπουν.
Το βλέπω το δάκρυ από μακριά. Γυαλίζει.
Δεν μπορεί να κρυφτεί. Τρέχει στα μαγουλά του.
Με κοιτάζει και με καρφώνει με το βλέμμα.
Σήμερα δεν πλησιάζει. Μόνο με κοιτάζει και τα μάτια του είναι γεμάτα απόγνωση και λύπη.
Αυτή τη λύπη που δημιουργεί η απώλεια της ασφάλειας.
Αυτή η λύπη που περιγράφει το “χωρίς” και το κενό που την συνοδεύει.
Του κάνω νόημα.
Η αγκαλιά μου ανοιχτή. Την βλέπει. Τον περιμένει.
Η τσάντα μου ακόμα στην πλάτη.
Εκείνος έχει προτεραιότητα. Το “χωρίς” του δεν μπορεί να περιμένει. Η τσάντα μου θα συνεχίσει να με βαραίνει μέχρι το βάρος που κουβαλάει αυτός να φύγει. Έχω ζήσει κι εγώ το “χωρίς” και τον καταλαβαίνω.
“Θέλω τη μαμά μου” είπε και μόλις πέφτει στην αγκαλιά μου, το δάκρυ βγαίνει αβίαστα. Δεν συγκρατείται. Δεν χρειάζεται, βλέπεις, έχει βρει ώμο να κλάψει.
Του μιλάω χωρίς να τον κοιτάω. Δεν θέλει το βλέμμα μου. Να ακούει λόγια θέλει για να επιβεβαιώνει ότι όλα όσα σκέφτεται θα γίνουν πραγματικότητα.
Η μαμά του θα παρκάρει έξω από την πόρτα του κήπου ΑΜΕΣΩΣ.
Θα την δει να μπαίνει μέσα και θα τρέξει στην αγκαλιά της ΑΜΕΣΩΣ.
Θα πάνε πίσω στο σπίτι τους και θα κάνουν αγκαλιές στον καναπέ ΑΜΕΣΩΣ
Θα παίξουν με τα αγαπημένα του παζλ ΑΜΕΣΩΣ
Θα τον φιλήσει για καληνύχτα ΑΜΕΣΩΣ και ας είναι ακόμα πρωί.
Όλα αυτά στο δικό του υπέροχο μυαλό θα γίνουν γρήγορα, άμεσα, τώρα, γιατί είναι μόλις 3 και δεν είναι εύκολο να περιμένει.
Δεν ξέρει ακόμα ότι η ζωή είναι γεμάτη αναμονές.
Πόσα πράγματα πρέπει να κάνω για να έρθει μεσημέρι;
Πόση ώρα και πόσος χρόνος είναι μέχρι το μεσημέρι που μου λένε, ξέρεις;
Που είναι η μαμά μου;
Αυτά σκέφτεται.
Και το δάκρυ κυλάει.
Και η αγκαλιά μου έχει γίνει για λίγο καταφύγιο.
Και αυτός συνεχίζει να περιμένει. Συνεχίζει να περπατάει προς τον κόσμο των μεγάλων, που η αναμονή είναι πια ρουτίνα όχι αιτία μεγάλης θλίψης. Ρουτίνα που φέρνει παραίτηση, συνειδητοποίηση, χαρά και όχι απαραίτητα λύπη.
Δεν μίλησα πολύ. Τον άφησα να κλάψει. Μερικές φορές το κλάμα είναι λυτρωτικό. Τοποθετεί τη λύπη στη θέση που της ταιριάζει. Ούτε πιο μακριά ούτε πιο κοντά. Εκεί ακριβώς που της πρέπει.
Με κοίταξε στα μάτια. Μια ματιά που ήταν κάτι ανάμεσα σε “θέλω να με βοηθήσεις” και “θέλω να με καταλάβεις”.
Μια ματιά χωρίς ηλικία. Γνώριμη.
Χάιδεψα τα ξανθά μαλλιά του χωρίς να μιλάμε.
Σιωπή. Πήρε ώρα.
Τα δάκρυα στέγνωναν.
Η τσάντα στην πλάτη μου. Ακόμα. Τώρα κουβαλούσα και το δικό του βάρος.
‘Είσαι σίγουρη ότι θα έρθει η μαμά μου;”
“Κάθε μαμά έρχεται”
“Πότε θα έρθει, ξέρεις;”
“Εσύ τι νομίζεις;”
“Όταν τελειώσει τη δουλειά της”
“Ναι. Όταν τελειώσει τη δουλειά της. Ίσως μετά το φαγητό μας. Ίσως μετά το παιχνίδι μας στην αυλή. ‘Ίσως όταν καταφέρεις να την περιμένεις και σκέφτεσαι πόσα όμορφα πράγματα θα κάνετε μαζί” είπα.
Με κοίταξε απότομα επίμονα.
Σιωπή και πάλι για λίγο.
“Και η δική σου;”
“Η δική μου τι;”
“Η δική σου μαμά θα έρθει;”
“Η δική μου είναι μακριά”
“Μην φοβάσαι. Θα είμαστε μαζί να την περιμένουμε. Θα τα καταφέρουμε” είπε και μου έβγαλε την τσάντα από τον ώμο.
Το κλάμα είναι λυτρωτικό.
Τοποθετεί την λύπη εκεί που της πρέπει.
Ούτε πιο μακριά ούτε πιο κοντά.
της Κατερίνας Ανωγιαννάκη
Εργαστήριο Συστημικής Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής Ροδάκινο