Η μικρή Ρίνα, μια γλυκιά αστερίνα, ζούσε σε μια συνηθισμένη γειτονιά του βυθού μιας συνηθισμένης θάλασσας. Όποτε η Ρίνα και η μαμά της έβγαιναν βόλτα χαιρετούσαν τους γείτονές τους: την Κυρία Ανεμώνα και το συγκάτοικό της, το μικρό ψάρι Κλόουν, τα περήφανα Κόκκινα Κοράλλια που πάντα έγερναν ευγενικά την κορυφή τους όταν περνούσαν και φυσικά τους κοντινότερους γείτονές τους, τον Κύριο και την Κυρία Αχινoύ.
Μια μέρα η Κυρία Αστερία αποφάσισε να φτιάξει ένα κέικ, με φύκια του βυθού και να το στολίσει με μικρά μικρά μαργαριτάρια, έτσι ακριβώς όπως άρεσε στην κόρη της. Σήκωσε τα μανίκια της, φόρεσε την ποδιά της και άρχισε να ανακατεύει με μανία τα υλικά. Άνοιξε το κουτί που φυλούσε τα μικρά μικρά μαργαριτάρια και… «Πω, πω! Μας τελείωσαν τα μαργαριτάρια!», φώναξε. «Ρίνα μου, πετάξου σε παρακαλώ στην Κυρία Αχινού και ρώτησέ την αν μπορεί να μου δανείσει μισή αχιβάδα μαργαριτάρια για κέικ, άντε αστεράκι μου».
Η Ρίνα ήταν πάντα πρόθυμη να βοηθήσει τη μαμά. Έτσι, ένα λεπτό αργότερα, χτύπησε την πόρτα της Κυρίας Αχινού. Της άνοιξε ο Κύριος Αχινός. Μόλις την είδε, χαμογέλασε.
«Γεια σου, Ρίνα. Πώς από δω;»
«Η μαμά με έστειλε να ζητήσω από την Κυρία Αχινού μερικά μαργαριταράκια για κέικ. Έχετε;»
«Α, η Κυρία Αχινού λείπει. Έχει πάει μια επίσκεψη. Έλα, πάμε στην κουζίνα να ψάξουμε μαζί», απάντησε ο Κύριος Αχινός.
Μπροστά ο Κύριος Αχινός και πίσω η Ρίνα μπήκαν στην κουζίνα. «Έλα να σε ανεβάσω στο σκαμνί να κοιτάξεις στο πάνω πάνω ράφι. Εκεί βάζει η Κυρία Αχινού τα μαργαριταράκια», της είπε ο Κύριος Αχινός και τράβηξε ένα ψηλό σκαμνί μπροστά στο ντουλάπι.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την ανέβασε πάνω στο σκαμνί. Αλλά δεν την άφησε και μάλιστα… τα χέρια του… σαν να την έσφιγγαν πολύ, τόσο που η Ρίνα αισθανόταν παράξενα.
Η Ρίνα κοιτούσε βιαστικά τα ράφια, ξαφνικά δεν την ένοιαζαν πια τα μαργαριτάρια.
«Δεν τα βλέπω, δεν πειράζει… να κατέβω;», ρώτησε δειλά τον Κύριο Αχινό.
«Μα πώς θα φτιάξει η μαμά σου το κέικ; Για κοίτα λίγο καλύτερα, δεν βιαζόμαστε…», απάντησε ο Κύριος Αχινός.
Και ο Κύριος Αχινός συνέχισε να τη σφίγγει και η Ρίνα ένιωθε σαν να αρχίζει να την πονάει η κοιλιά της.