Μαμά τι λες να παίξουμε μαζί;

Μαμά τι λες να παίξουμε μαζί;

Ξυπνάμε κάθε πρωί και η πρώτη μας σκέψη είναι πότε πρόλαβε να ξημερώσει. Πότε πέρασε κι αυτό το βράδυ και πρέπει να σηκωθούμε χωρίς πολλά πολλά, να ετοιμάσουμε τα παιδιά για το σχολείο, μετά να πάμε στη δουλειά, να γυρίσουμε, να διαβάσουμε τα παιδιά, να μαγειρέψουμε για την άλλη μέρα, να τακτοποιήσουμε το σπίτι, να βάλουμε και λίγο σίδερο και μετά από όλα αυτά να κάνουμε ένα βιαστικό μπάνιο, να δούμε λίγο κι αυτόν τον άλλον άνθρωπο που συμβιώνει μαζί μας (δεδομένου ότι υπάρχει) και μετά να πέσουμε στο κρεβάτι με τη μπαταρία στο μηδέν. Και την άλλη μέρα τα ίδια. Κάθε μέρα είναι και ένα ανελέητο κυνήγι, το κακό όμως είναι ότι τρέχουμε τόσο πολύ και για τόσο καιρό, που έχουμε ξεχάσει τι κυνηγούσαμε εξαρχής. Απλά τρέχουμε.

Και μέσα σε όλο αυτό το συνεχές κυνηγητό, εμφανίζονται κάτι υπέροχα πλασματάκια, που έχουν ακόμα την πολυτέλεια του χρόνου και της ανεμελιάς και διεκδικούν τη θέση που τους αξίζει. Διεκδικούν τη μαμά που τους λείπει όλη μέρα και πρέπει να το δεχτούν και να μην το κάνουν θέμα, τη μαμά που κάποτε με το πρώτο κλάμα έτρεχε και ήταν αναπόσπαστη εκεί για όσο χρειαζόταν, χωρίς να τους αναφέρει ποτέ τις δουλειές που άφηνε πίσω, τη μαμά που με τις ιδέες της κάνει όλα τα παιχνίδια να φαίνονται κάθε φορά διαφορετικά, τη μαμά που δίνει το πιο γλυκό φιλί από όλους… Πού πήγε αυτή η μαμά;

«Τι λες να παίξουμε μαζί;» μου έλεγε πολύ συχνά ο γιος μου. Μου το έλεγε κι εγώ πάντα εκείνη την ώρα τύχαινε να κάνω κάτι άλλο. «Αμέσως, να τελειώσω τα πιάτα κι έρχομαι». Εκείνος πήγαινε στο δωμάτιό του, ασχολούνταν με κάτι διαφορετικό και μετά από λίγο επέστρεφε:

«Μαμά τι λες να παίξουμε μαζί;»

«Τώρα, βάζω τα ρούχα στο πλυντήριο κι έρχομαι σε δύο λεπτά»

Μου έπαιρνε πάντα περισσότερο από δύο λεπτά κι όταν τελικά έμπαινα στο δωμάτιό του, η ώρα ήταν ήδη περασμένη…

«Λοιπόν θα παίξουμε για λίγο, γιατί έχει περάσει η ώρα και πρέπει να κάνεις μπάνιο, να πιεις το γάλα σου και να κοιμηθείς».

Δε μου είπε ποτέ τίποτα, ίσα ίσα ήταν πάντα υπάκουος και συνεργάσιμος, αλλά το έβλεπα στα μάτια του αυτό το ανεκπλήρωτο κι ενώ κάθε φορά έλεγα ότι ήταν η τελευταία, πάντα το ξανάκανα.

Μια μέρα ήρθε πάλι και με ρώτησε: «Τι λες να παίξουμε μαζί;»

«Δώσε μου λίγη ώρα να τελειώσω κάτι δουλίτσες κι έρχομαι»

Πήγε στο δωμάτιό του κι άρχισε να παίζει μόνος του, κάνοντας και το δικό μου ρόλο. Και τότε τα κατάλαβα όλα. Η μέρα που δε θα με χρειαζόταν πια στο παιχνίδι του ερχόταν. Η μέρα που θα είχε βρει τρόπο να καλύπτει το κενό μου ήταν πλέον κοντά και αυτό ήταν δική μου ευθύνη. Μπήκα στο δωμάτιό του, κάθισα κάτω, του έδωσα ένα φιλί και του είπα: «Λοιπόν τι θέλεις να παίξουμε;» Τα μάτια του έλαμψαν και αμέσως μου ανέθεσε το ρόλο που έπρεπε να είχα εξαρχής. Ήταν τόσο απλό.

Εκείνη τη μέρα συνειδητοποίησα ότι δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ αν το σεντόνι του ήταν σιδερωμένο, αν το μπαλκόνι ήταν πάντα σκουπισμένο, αν το σπίτι δεν ήταν στην εντέλεια, αν εγώ η ίδια ήμουν με τις πιτζάμες ή σαν μοντέλο, του αρκούσε μόνο που επιτέλους είχε το χρόνο που του άξιζε, το χρόνο που ΜΑΣ άξιζε.

Έκτοτε σταμάτησα να βρίσκω δικαιολογίες για τον εαυτό μου και κάθε απόγευμα που σχολάω, φροντίζω να κάτσω μαζί του κάτω και να παίξουμε μαζί. Και όσο γίνεται αυτό δε με απασχολεί τίποτα άλλο. Γιατί αυτή είναι η μοναδική στιγμή μέσα στην ημέρα μου που μπαίνω σε έναν άλλον, φανταστικό κόσμο με το πλάσμα που αγαπώ όσο τίποτα άλλο. Γιατί εκτός από εκείνον, το αξίζω κι εγώ.

«Τι σου άρεσε πιο πολύ σήμερα;» τον ρώτησα το βράδυ πριν κοιμηθεί.

«Η παρέα μαζί σου»

«Κι εμένα το ίδιο. Ήταν το καλύτερό μου».

Όλα είναι σημαντικά. Και το καθαρό σπίτι, και τα σιδερωμένα ρούχα και το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό. Καλό είναι όμως να μην ξεχνάμε ποτέ ότι θα έρθει μία μέρα, που τα παιδιά θα έχουν μεγαλώσει, θα έχουν τη δική τους ζωή κι εμείς θα αναρωτιόμαστε πότε πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια και τότε σίγουρα, θα δίναμε τα πάντα για να γυρίζαμε πάλι πίσω σ’ εκείνο το δωμάτιο μαζί τους. Θα το ανταλλάζαμε με όλη την ακαταστασία του κόσμου.

της Πόπης Λιακουνάκου

Σκέψεις